- ανδρεράστρια
- ἀνδρεράστρια, ἡ (Α)γυναίκα που αγαπάει πολλούς άνδρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνδρεράστρια — woman that is fond of men fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρεραστρίας — ἀνδρεραστρίᾱς , ἀνδρεράστρια woman that is fond of men fem acc pl ἀνδρεραστρίᾱς , ἀνδρεράστρια woman that is fond of men fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρεράστριαν — ἀνδρεράστρια woman that is fond of men fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek